- παναεικής
- παν-αεικής, ές,A cruel,
μοῖραι Epigr.Gr.403.1
;μόχθος Antioch.
Astr.in Cat.Cod.Astr.1.112.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μοῖραι Epigr.Gr.403.1
;μόχθος Antioch.
Astr.in Cat.Cod.Astr.1.112.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παναεικής — παναεικής, ές (Α) πάρα πολύ σκληρός, απηνέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀεικής «ανάρμοστος, απρεπής»] … Dictionary of Greek
παναεικέες — παναεικής cruel masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)